οχιά

οχιά
(vipera). Ονομασία ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των εχιδνιδών ή βιπεριδών. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και μερικά συγγενή γένη, που ζουν στον Παλιό Κόσμο. Οι διαστάσεις των φιδιών αυτών ποικίλλουν, ανάλογα με το είδος, από 70 εκ. έως 2 μ. Το κεφάλι τους είναι πλατύ, φαρδύτερο προς τα πίσω, με κοντό ρύγχος· ο κορμός συνήθως χαμηλός και συμπαγής· η ουρά, κοντή, χρησιμεύει κάποτε ως συλληπτήριο όργανο. Το πάνω μέρος του κεφαλιού, που συχνά έχει προεξοχές σαν αγκάθια ή κέρατα, είναι σκεπασμένο με μικρές φολίδες ή με μεγάλες κεράτινες πλάκες, ενώ ο κορμός και η ουρά με τροπιδωτές φολίδες που βρίσκονται σε διάταξη μακρών σειρών. Τα χρώματά τους δεν είναι εντυπωσιακά, αλλά παρουσιάζουν αρμονία και έχουν ποικίλα σχέδια. Χαρακτηριστικό στις ο. είναι το κοντό και σε σχήμα πυραμίδας γναθικό οστό, όπου βρίσκονται ένα ή περισσότερα κυρτά δόντια, διάτρητα σε όλο το μήκος τους από ένα σωληνίσκο, σαν τις βελόνες της σύριγγας. Κανονικά λειτουργεί το μπροστινό δόντι, που είναι και μεγαλύτερο· τα άλλα είναι εφεδρικά για την περίπτωση που αυτό σπάσει ή πάψει να λειτουργεί. Σε κατάσταση ηρεμίας, τα δόντια μένουν σε πτυχές της υπερώας και ανορθώνονται όταν το ερπετό ετοιμάζεται να δαγκώσει. Οι αδένες του δηλητηρίου μοιάζουν με μικρό μπουκάλι με μακρύ λαιμό και βρίσκονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους μια κατάλληλη μυϊκή σύνδεση τις αναγκάζει να διοχετεύουν το περιεχόμενο τους στην κρίσιμη στιγμή. Το δηλητήριο της ο. έχει την πυκνότητα της γλυκερίνης, είναι γενικά κίτρινο ή πρασινωπό και αναπτύσσει τοξική δράση στο αίμα. Το δάγκωμα προκαλεί πόνο, το τραυματισμένο μέρος χάνει το χρώμα του και Πρήζεται. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις επακολουθούν ζαλάδες, εφιδρώσεις, εμετοί, αιμορραγίες, αίσθημα δίψας, και σε ορισμένες περιπτώσεις θάνατος. Οι ο. ζουν σε διάφορα περιβάλλοντα, από τις τροπικές έως τις πολικές ζώνες, από θερμότατες πεδιάδες έως τα μεγάλα υψόμετρα (και πάνω των 3.000 μ.) στο έδαφος και στα δέντρα. Έχουν συνήθειες νυχτόβιων ζώων και τρέφονται με μικρά σπονδυλόζωα, κυρίως τρωκτικά, αλλά και με σαύρες, αμφίβια, πτηνά, έντομα και άλλα ασπόνδυλα. Είναι ζώα ωοζωοτόκα ή ζωοτόκα. Στην Ελλάδα κοινό είναι το είδος της κοινής o., που ζει επίσης στη βορειοανατολική Ασία και στη βόρεια Αφρική. Άλλα είδη ζουν κυρίως στην Ευρώπη και στις τροπικές χώρες. Η ασπίδα με το χαρακητριστικό ρύγχος της. Οχιά της Γκαμπόν. Ευρωπαϊκή οχιά. Οχιά τον τύπου που ζει και στην Ελλάδα.
* * *
η
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών δέκα περίπου ειδών ιοβόλων φιδιών τού γένους vipera, η έχιδνα
2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ κακός και ύπουλος, ιδίως μοχθηρή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἔχις, με επίδραση τού όφις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οχιά — η έχιδνα, αλλ. όχεντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • εχίδηκτος — ἐχίδηκτος, ον (Μ) αυτός που έχει δαγκωθεί από οχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις «οχιά» + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • εχεόδηκτος — ἐχεόδηκτος, ον (Α) δαγκωμένος από οχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εχεόδηκτος αντί εχιόδηκτος* < έχις «οχιά» + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • έχις — ἔχις, εως, ὁ, ἡ (Α) 1. έχιδνα, οχιά 2. μτφ. (για ανθρώπους) κακός, ύπουλος και επιβλαβής προς τους άλλους χαρακτήρας («ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», Δημοσθ.) 3. είδος φυτού, το έχιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχιδνα] …   Dictionary of Greek

  • αξ — (επιφώνημα) εκφράζει αποδοκιμασία «Α; αξ κι άξινος άξι και ξερό άξις και ξερός άξις και ν ανοίξεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιφωνήματος α έτσι ώστε να παρηχεί με λέξεις που ακολουθούν στην ίδια φράση (α ξ(ις): ξ ερός, ά ξι νος, ανοί ξεις) …   Dictionary of Greek

  • εχίδιον — ἐχίδιον και δ. γρφ. ἐχίδνιον, τὸ (Α) [έχις] μικρή έχιδνα, μικρή οχιά («τίκτει δὲ μικρὰ ἐχίδια ἐν ὑμέσιν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… …   Dictionary of Greek

  • εχίτης — (Εchites). Γένος φυτών της οικογένειας των αποκυνιδών. Είναι αναρριχητικά θαμνώδη φυτά, με φύλλα ωοειδή και πυκνά, και κόκκινα ή λευκά άνθη. Τα άνθη αυτά έχουν μικρούς κάλυκες, τροχοειδή στεφάνη και οι ανθήρες τους συνδέονται στενά με το στίγμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”